dièse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dièse | dièses |
dièse (fr) αρσενικό
Επίθετο[επεξεργασία]
dièse (fr) άκλιτο
- φθόγγος ή φθογγόσημο που έχει αλλοιωθεί από μια δίεση