diaconesse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
diaconesse | diaconesses |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
diaconesse (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
diaconesse | diaconesses |
diaconesse (fr) θηλυκό