diaphragme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
diaphragme | diaphragmes |
diaphragme (fr) αρσενικό
- το διάφραγμα
ενικός | πληθυντικός |
diaphragme | diaphragmes |
diaphragme (fr) αρσενικό