die

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /daɪ/
      ενικός         πληθυντικός  
die dies / dice
ανώμαλα ουσιαστικά (αγγλικά)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

die (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας die
γ΄ ενικό ενεστώτα dies
αόριστος died
παθητική μετοχή died
ενεργητική μετοχή dying
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

die (en)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • die laughing
  • die of something: πεθαίνω από άμεση αιτία (πχ παθολογική)
  • die from something: πεθαίνω από κάτι που προκαλεί μία άμεση αιτία (πχ φυσικό ατύχημα που προκαλεί αιμορραγία ή καταστροφή ζωτικών οργάνων· πρόκληση σωματικής βλάβης [όμως προτιμώνται άλλες διατυπώσεις "died due to a first fight", "died by a bullet")
  • die by the sword: πεθαίνω λόγω εμπλοκής σε βίαιο περιστατικό, -ά (όχι απαραιτήτως από σπαθί)
    • die by gunshot, die by a bullet και για αδέσποτη σφαίρα be killed (die) by a stray bullet: κυριολεκτικά

Συγγενικά[επεξεργασία]

  1. dead (και εκφράσεις)
  2. death

Παράγωγα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]



Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

πτώση αρσενικό θηλυκό ουδέτερο πληθυντικός
ονομαστική der die das die
γενική des der des der
δοτική dem der dem den
αιτιατική den die das die

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /diː/
 
 

Άρθρο[επεξεργασία]

die (de)

  • τύπος του οριστικού άρθρου der-die-das
  1. η, ονομαστική ενικού του θηλυκού
  2. την, αιτιατική ενικού του θηλυκού
  3. οι, τα, ονομαστική πληθυντικού για όλα τα γένη
  4. τους, τις, τα, αιτιατική πληθυντικού για όλα τα γένη

Αντωνυμία[επεξεργασία]

  1. (αναφορική)
  2. (δεικτική)