dieta
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
dieta | dietas |
dieta (pt) θηλυκό
- η δίαιτα
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dieta (it)
- η δίαιτα