difektiĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα difektiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας difektiĝas difektiĝanta difektiĝata
αόριστος difektiĝis difektiĝinta difektiĝita
μέλλοντας difektiĝos difektiĝonta difektiĝota
υποθετική difektiĝus - -
προστακτική difektiĝu - -

difektiĝi (eo)