dilatable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dilatable | dilatables |
Επίθετο[επεξεργασία]
dilatable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη dilater
ενικός | πληθυντικός |
dilatable | dilatables |
dilatable (fr) αρσενικό ή θηλυκό