dirigeable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- dirigeable < diriger
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dirigeable | dirigeables |
θηλυκό | dirigeablee | dirigeablees |
dirigeable (fr)
- που μπορεί να κατευθυνθεί
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dirigeable | dirigeables |
dirigeable (fr) αρσενικό