disability

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
disability disabilities

Ετυμολογία [επεξεργασία]

disability < disable + -ity

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

disability (en)

  • η αναπηρία
    A limp is a form of disability.
    Η χωλότητα είναι μια μορφή αναπηρίας.

Πηγές[επεξεργασία]