disappoint
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | disappoint |
γ΄ ενικό ενεστώτα | disappoints |
αόριστος | disappointed |
παθητική μετοχή | disappointed |
ενεργητική μετοχή | disappointing |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
disappoint (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) απογοητεύω, κάνω κάποιον να αισθάνεται λυπημένος επειδή κάτι που ελπίζει ή περιμένει να συμβεί δεν συμβαίνει ή δεν είναι τόσο καλό όσο ήλπιζαν
- ↪ I am sorry to disappoint you.
- Λυπάμαι που σας απογοήτευσα.
- ↪ They have been disappointed by your behavior.
- Έχουν απογοητευτεί από τη συμπεριφορά σου.
- ↪ I know that you have been disappointed by me, but give me one more chance.
- Ξέρω πως έχετε απογοητευτεί από εμένα, αλλά δώστε μου άλλη μία ευκαιρία.
- ↪ I am sorry to disappoint you.
- (μεταβατικό) διαψεύδω, αποτρέπω κάτι που κάποιος ελπίζει να γίνει πραγματικότητα
- ↪ I’m sorry to disappoint your expectations.
- Λυπάμαι που διέψευσα τις προσδοκίες σας.
- ↪ I’m sorry to disappoint your expectations.