discernible
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | discernible |
συγκριτικός | more discernible |
υπερθετικός | most discernible |
Επίθετο[επεξεργασία]
discernible (en)
- διακριτός, κάτι που μπορώ να αναγνωρίσω ή να καταλάβω
- ↪ There is a discernible difference between the two parties’ positions.
- Υπάρχει διακριτή διαφορά ανάμεσα στις θέσεις των δύο κομμάτων.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη perceptible
- ↪ There is a discernible difference between the two parties’ positions.