discontinuer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- discontinuer < descontinuer < μεσαιωνική λατινική discontinuare
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /dis.kɔ̃.ti.nɥe/
Ρήμα[επεξεργασία]
discontinuer (fr)
- (μεταβατικό) (λόγιο) δεν συνεχίζω (κάτι που ξεκίνησα
- (αμετάβατο) (για πράγματα) σταματώ / παύω για λίγο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- sans discontinuer - ασταμάτητα, συνεχώς, συνέχεια, ακατάπαυστα