discrétionnaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
discrétionnaire | discrétionnaires |
Επίθετο[επεξεργασία]
discrétionnaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
discrétionnaire | discrétionnaires |
discrétionnaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό