disegno
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
disegno | disegni |
disegno (it)
- η εικόνα, η φωτογραφία ενός προσώπου
- το σχέδιο-σχεδιάγραμμα ενός κτιρίου
- (μεταφορικά) το σχέδιο ή το σχεδιάγραμμα ενός κειμένου