disguise
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
disguise (en)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
disguise (en)
- μεταμφιέζω, μεταμφιέζομαι
- κρύβω, υποκρύπτω κάτι (π.χ. ένα σημάδι, ένα συναίσθημα, μία πράξη) για να μη μπορεί να αναγνωριστεί
- ↪ He tried to disguise his feelings. - Επιχείρησε να κρύψει τα συναισθήματά του.
- καμουφλάρω