dishwasher

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
dishwasher dishwashers

Ετυμολογία [επεξεργασία]

dishwasher < dish + washer

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

dishwasher (en)

  1. (συσκευή) το πλυντήριο πιάτων
  2. (επάγγελμα) κάποιος που προσλαμβάνεται από ένα εστιατόριο για να πλένει τα πιάτα