dispensable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dispensable | dispensables |
Επίθετο[επεξεργασία]
dispensable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (νομικός όρος) cas dispensable: (περίπτωση) χάρη στην οποία μπορεί κάποιος να πάρει απαλλαγή από κάτι
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη dispenser