dispensateur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dispensateur | dispensateurs |
θηλυκό | dispensatrice | dispensatrices |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dispensateur (fr)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη dispenser