dispono

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

dispono < dispon + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική dispono disponoj
αιτιατική disponon disponojn

dispono (eo)

ĝi estas je la dispono de, είναι στη διάθεση του...