disposition

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

disposition (en)

  1. η διάθεση να κάνω κάτι
  2. η προδιάθεση, η ιδιοσυγκρασία, ο χαρακτήρας
  3. η διάταξη, ο τρόπος με τον οποίο διατάσσεται, διευθετείται κάτι
  4. η τοποθέτηση, η στάση κάποιου απέναντι σε κάτι
    Ηe has a friendly disposition toward animals. - Έχει μια φιλική στάση/Είναι φιλικά τοποθετημένος απέναντι στα ζώα.



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

disposition < λατινική dispositio

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
disposition dispositions

disposition (fr) θηλυκό

  1. η διάθεση να κάνω κάτι
  2. η προδιάθεση, η ιδιοσυγκρασία, ο χαρακτήρας
  3. η διάταξη, ο τρόπος με τον οποίο διατάσσεται, διευθετείται κάτι
  4. η τοποθέτηση, η στάση κάποιου απέναντι σε κάτι

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη disposer