dispute

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
dispute disputes

dispute (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η αμφισβήτηση, η διαμάχη, η διαφωνία
    It’s beyond/past dispute.
    Είναι πέρα/έξω από κάθε αμφισβήτηση.
    religious disputes - θρησκευτικές διαμάχες
    family disputes - οικογενειακές διαφωνίες

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας dispute
γ΄ ενικό ενεστώτα disputes
αόριστος disputed
παθητική μετοχή disputed
ενεργητική μετοχή disputing

dispute (en)

  1. (μεταβατικό) αμφισβητώ αν κάτι είναι αληθινό ή νομικά ή επίσημα δεκτό
    This fact is disputed.
    Το γεγονός αυτό είναι αμφισβητούμενο.
    They disputed the election results/the will.
    Αμφισβήτησαν το εκλογικό αποτέλεσμα/τη διαθήκη.
     συνώνυμα:  challenge και contest
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) συζητώ, λογομαχώ
    Nothing will come from disputing with him.
    Δε βγαίνει τίποτα να συζητάς μαζί του.
    They are still disputing the topic.
    Ακόμα συζητάνε το θέμα.
    They disputed wildly and after started swinging at each other.
    Λογομάχησαν άγρια ​​και μετά ήρθαν στα χέρια.
  3. (μεταβατικό) διεκδικώ, παλεύω για να έχω τον έλεγχο σε κάτι ή για να κερδίσω κάτι
    Our team disputed the victory until the last minute of the game.
    Η ομάδα μας διεκδίκησε τη νίκη ως το τελευταίο λεπτό του αγώνα.

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
dispute disputes

dispute (fr) θηλυκό