dispute
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dispute | disputes |
dispute (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η αμφισβήτηση, η διαμάχη, η διαφωνία
- ↪ It’s beyond/past dispute.
- Είναι πέρα/έξω από κάθε αμφισβήτηση.
- ↪ religious disputes - θρησκευτικές διαμάχες
- ↪ family disputes - οικογενειακές διαφωνίες
- ↪ It’s beyond/past dispute.
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | dispute |
γ΄ ενικό ενεστώτα | disputes |
αόριστος | disputed |
παθητική μετοχή | disputed |
ενεργητική μετοχή | disputing |
dispute (en)
- (μεταβατικό) αμφισβητώ αν κάτι είναι αληθινό ή νομικά ή επίσημα δεκτό
- (μεταβατικό και αμετάβατο) συζητώ, λογομαχώ
- ↪ Nothing will come from disputing with him.
- Δε βγαίνει τίποτα να συζητάς μαζί του.
- ↪ They are still disputing the topic.
- Ακόμα συζητάνε το θέμα.
- ↪ They disputed wildly and after started swinging at each other.
- Λογομάχησαν άγρια και μετά ήρθαν στα χέρια.
- ↪ Nothing will come from disputing with him.
- (μεταβατικό) διεκδικώ, παλεύω για να έχω τον έλεγχο σε κάτι ή για να κερδίσω κάτι
- ↪ Our team disputed the victory until the last minute of the game.
- Η ομάδα μας διεκδίκησε τη νίκη ως το τελευταίο λεπτό του αγώνα.
- ↪ Our team disputed the victory until the last minute of the game.
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dispute | disputes |
dispute (fr) θηλυκό