disrupt
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | disrupt |
γ΄ ενικό ενεστώτα | disrupts |
αόριστος | disrupted |
παθητική μετοχή | disrupted |
ενεργητική μετοχή | disrupting |
Ρήμα[επεξεργασία]
disrupt (en)
- εξαρθρώνω, διαλύω, διαταράσσω, δυσκολεύω κάτι να συνεχιστεί με τον κανονικό τρόπο
- ↪ Traffic was disrupted by heavy snowfall.
- Οι συγκοινωνίες εξαρθρώθηκαν από τος μεγάλες χιονοπτώσεις.
- ↪ Traffic was disrupted by heavy snowfall.
- διακόπτω, παρεμποδίζω κάτι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- disrupt - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 302. ISBN 9780194325684., λήμμα: εξαρθρώνω