dissémination
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dissémination | disséminations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dissémination (fr) θηλυκό
- η διασπορά
- (μεταφορικά) η διάδοση
Δείτε επίσης : dissemination |
ενικός | πληθυντικός |
dissémination | disséminations |
dissémination (fr) θηλυκό