dissolvo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

dissolvo (la)

  1. διαλύω, διαχωρίζω, καταστρέφω
  2. πληρώνω (χρέος)
  3. ακυρώνω
  4. αρνούμαι

Κλίση[επεξεργασία]

Αλλόγλωσσα παράγωγα[επεξεργασία]