distinct

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός distinct
συγκριτικός more distinct
υπερθετικός most distinct

Επίθετο[επεξεργασία]

distinct (en)

  1. σαφής, ευδιάκριτος, που μπορώ εύκολα ή καθαρά να ακούσω, να δω, να νιώσω κτλ.
    distinct boundaries - ευδιάκριτα όρια
    There is a distinct improvement.
    Υπάρχει μια σαφής βελτίωση.
  2. ξεχωριστός, διακριτός
    two distinct species - δυο ξεχωριστά είδη
    The federal government of the USA consists of three distinct branches.
    Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ αποτελείται από τρεις διακριτούς κλάδους.

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

distinct < λατινική distinctus

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /dis.tɛ̃/

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό distinct distincts
θηλυκό distincte distinctes

distinct (fr)

  1. ξεχωριστός