distingué
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | distingué | distingués |
θηλυκό | distinguée | distinguées |
Επίθετο[επεξεργασία]
distingué (fr)
- διακεκριμένος, προβεβλημένος
- (για χαρακτήρα) λεπτός
- διαπρεπής