distorsion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /dis.tɔʁ.sjɔ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
distorsion | distorsions |
distorsion (fr) θηλυκό
- η αναντιστοιχία
- η παραμόρφωση, η στρέβλωση