distortion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
distortion (en)
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του distort, η διαστρέβλωση
- η παραποίηση της αλήθειας
- The story he told was a bit of a distortion.
- θόρυβος που προκαλείται κατά την ηλεκτρονική αναπαραγωγή της μουσικής
- This recording sounds awful due to the distortion.
- ένα εφέ στην ηλεκτρική κιθάρα