disvolviĝo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- disvolviĝo < disvolv(i) + -iĝ- + -o
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | disvolviĝo | disvolviĝoj |
αιτιατική | disvolviĝon | disvolviĝojn |
disvolviĝo (eo)
- la granda disvolviĝo de la turismo, η μεγάλη ανάπτυξη του τουρισμού