diversification
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
diversification (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- diversification < diversifier
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
diversification | diversifications |
diversification (fr) θηλυκό