divert
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
divert (en)
- εκτρέπω, στρέφω σε άλλη κατεύθυνση
- αποσπώ την προσοχή
- διασκεδάζω κάποιον (του αποσπώ του την προσοχή από τις στενοχώριες του)