divide
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
divide | divides |
divide (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | divide |
γ΄ ενικό ενεστώτα | divides |
αόριστος | divided |
παθητική μετοχή | divided |
ενεργητική μετοχή | dividing |
divide (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) διαιρώ, χωρίζω σε μέρη
- (μεταβατικό) μοιράζω, διαχωρίζω κάτι σε μέρη και δίνω ένα μερίδιο σε καθένα από έναν αριθμό διαφορετικών ανθρώπων, κτλ.
- ↪ The two of them divided the profits in half.
- Μοιράσανε οι δυο τους τα κέρδη από μισά.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη distribute
- ↪ The two of them divided the profits in half.
- (μεταβατικό) διχάζω, διαιρώ, κάνω τους ανθρώπους να διαφωνούν
- ↪ The war divided the NATO countries.
- Ο πόλεμος δίχασε τις χώρες του NATO.
- ↪ The civil war divided the Greeks.
- Ο εμφύλιος πόλεμος διαίρεσε τους Έλληνες.
- ↪ divide and conquer - διαίρει και βασίλευε
- ↪ The war divided the NATO countries.
- (αμετάβατο) διχάζω, διαιρώ, για δύο ή περισσότερα άτομα που διαφωνούν
- ↪ Opinions are divided on this issue.
- Οι γνώμες διχάζονται σε αυτό το θέμα.
- ↪ The experts appear divided as to the causes of the air tragedy.
- Οι εμπειρογνώμονες εμφανίζονται 'διαιρεμένοι ως προς τα αίτια της αεροπορικής τραγωδίας.
- ↪ Opinions are divided on this issue.
Πηγές[επεξεργασία]
- divide (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- divide (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 242. ISBN 9780194325684., λήμμα: διχάζω