dividend
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dividend | dividends |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dividend (en)
- (οικονομία) μέρισμα
- ↪ dividend yield - μερισματική απόδοση
- υπώνυμα: stock dividend
- (αριθμητική) διαιρετέος