divisionnaire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
divisionnaire divisionnaires

divisionnaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που ανήκει σε ένα τμήμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
divisionnaire divisionnaires

divisionnaire (fr) αρσενικό

  1. μοίραρχος