do away with
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
do away with (en)
- σταματώ κάτι
- απαλλάσσομαι από
- καταργώ
- (ιδιωματισμός) σκοτώνω, βγάζω από τη μέση
- do away with oneself: αυτοκτονώ