doctor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

doctor < (κληρονομημένο) μέση αγγλική doctor (ο ειδήμων, ο ειδικός σε κάποιο αντικείμενο) < μέση αγγλική doctour < αγγλονορμανδική doctour < λατινική doctor (δάσκαλος)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈdɒktə/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
doctor doctors

doctor (en) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (ιατρική, επάγγελμα) ο/η γιατρός
  2. ο/η διδάκτορας, ο επιστήμονας που κατέχει διδακτορικό τίτλο
    Διδάκτορα Φιλοσοφίας - Doctor of Philosophy

Ρήμα[επεξεργασία]

doctor (en)

  1. θεραπεύω, κουράρω
  2. νοθεύω, παραποιώ

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 234. ISBN 9780194325684. , λήμμα: διδάκτορας



Λατινικά (la)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα


Πηγές[επεξεργασία]



Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

doctor (ro) αρσενικό

Κλίση[επεξεργασία]