doigté

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

doigté < → δείτε τη λέξη doigter

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /dwa.te/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
doigté doigtés

doigté (fr) αρσενικό