dokonany
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
dokonany (pl)
- τετελεσμένος, τελειωμένος, συμπληρωμένος
- (γραμματική) czasownik dokonany - τετελεσμένο ρήμα