dolma
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dolma (it)
Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- dolma < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική طولمه (dolma)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dolma (tr)
- (γαστρονομία) ο ντολμάς