domestique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
domestique domestiques

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /dɔ.mɛs.tik/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

domestique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Επίθετο[επεξεργασία]

domestique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. κατοικίδιος
  2. σπιτίσιος