domestique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
domestique | domestiques |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /dɔ.mɛs.tik/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
domestique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο υπηρέτης
Επίθετο[επεξεργασία]
domestique (fr) αρσενικό ή θηλυκό