dominus

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Dominus

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

dominus < *dṓm < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dem- (χτίζω) [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈdo.mi.nus/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

dominus (la) αρσενικό

  1. κύριος
    dominus bonus est
    ο κύριος είναι καλός
  2. αφεντικό

Κλίση[επεξεργασία]

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική dominus dominī
γενική dominī dominōrum
δοτική dominō dominīs
αιτιατική dominum dominōs
κλητική domine dominī
αφαιρετική dominō dominīs
(β' κλίση)

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. dominus (Latin) στο αγγλικό Βικιλεξικό

Πηγές[επεξεργασία]