domn
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική-αιτιατική | domn | domni |
έναρθρο | domnul | domnii |
δοτική-αιτιατική | domnului | domnilor |
κλητική | domnule | domnilor |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
domn (ro)
- κύριος
- buna ziua, domnule Popescu! - καλημέρα κύριε Ποπέσκου