donitaĵo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

donitaĵo < donit(a) + -aĵ- + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική donitaĵo donitaĵoj
αιτιατική donitaĵon donitaĵojn

donitaĵo (eo)

la analizo baziĝas sur donitaĵoj de 2004 - η ανάλυση βασίζεται σε δεδομένα του 2004