donneur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
donneur donneurs

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

donneur (fr) αρσενικό

  1. ο δότης
  2. (λαϊκά) ο χαφιές