doorman
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
doorman (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- doorman < φωνητική απόδοση για την αγγλική doorman
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
doorman | doormans |
doorman (fr) αρσενικό
- πορτιέρης, συνήθως νυκτερινών κέντρων