dopełnienie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική dopełnienie dopełnienia
γενική dopełnienia dopełnień
δοτική dopełnieniu dopełnieniom
αιτιατική dopełnienie dopełnienia
οργανική dopełnieniem dopełnieniami
τοπική dopełnieniu dopełnieniach
κλητική dopełnienie dopełnienia

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

dopełnienie (pl) ουδέτερο

  1. το συμπλήρωμα, το γέμισμα
  2. (γραμματική) το αντικείμενο
  3. (μαθηματικά) το συμπλήρωμα