dossier

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

dossier < dos (ράχη) + -ier

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /do.sje/
  (un dossier)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
dossier dossiers

dossier (fr) αρσενικό

  1. η ράχη καθισμάτων
  2. το σύνολο εγγράφων που αφορούν ένα θέμα, ο φάκελος ορισμένου θέματος
    • το ντοσιέ που περιέχει έγγραφα για ένα θέμα

Παράγωγα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]