dowód osobisty
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
dowód osobisty (pl) αρσενικό
- η ταυτότητα, το δελτίο ταυτότητας
dowód osobisty (pl) αρσενικό