download

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

download < down + load

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˌdaʊnˈləʊd/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /ˈdaʊnˌloʊd/ (ΗΠΑ)
 

Ρήμα[επεξεργασία]

download (en)

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
download downloads

download (en)

  1. το κατέβασμα, η λήψη αρχείων
  2. το αρχείο που κατεβάζει κάποιος

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]