dribble
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dribble | dribbles |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dribble (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- (μη μετρήσιμο) το σάλιο
- (μετρήσιμο) η σταγόνα
- (μετρήσιμο) η μικρή ποσότητα υγρού
- (μετρήσιμο, αθλητισμός, ποδόσφαιρο, καλαθοσφαίριση) η ντρίμπλα
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | dribble |
γ΄ ενικό ενεστώτα | dribbles |
αόριστος | dribbled |
παθητική μετοχή | dribbled |
ενεργητική μετοχή | dribbling |
dribble (en)
- μου τρέχουν τα σάλια
- κυλάω
- ρίχνω σταγόνες από ένα υγρό
- (αθλητισμός, ποδόσφαιρο, καλαθοσφαίριση) ντριμπλάρω, κάνω ντρίμπλα
- (παρωχημένο) περνώ τον χρόνο μου ασήμαντα